- γραπατσώνω
- 1) см. γραπώνω;2) см. γρατσουνίζω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γραπατσώνω — αρπάζω με τα νύχια, γρατζουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εκφραστικός σχηματισμός του γραπώνω] … Dictionary of Greek